- τοὔμφανες
- ἔμφανες , ἐμφαίνωexhibitaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοὐμφανές — ἐμφανές , ἐμφανής showing in masc/fem voc sg ἐμφανές , ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ … Dictionary of Greek